d ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ c
Το έργο
Το πεζογράφηµα Στου Κεµάλ το σπίτι προέρχεται από τη
συλλογή του Ιωάννου Η µόνη κληρονοµιά (1974).
Θέµα του αφηγήµατος είναι οι επισκέψεις µιας άγνωστης γυναίκας σε
ένα τουρκικό αρχοντικό κοντά στο σπίτι του Κεµάλ στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο
τώρα κατοικούσε µια οικογένεια Ελλήνων προσφύγων, η οικογένεια του αφηγητή.
Η άγνωστη γυναίκα, που µιλούσε τουρκικά, ερχόταν σχεδόν κάθε χρόνο,
τον Ιούνιο, ζητούσε κρύο νερό από το πηγάδι και λίγα µούρα από τη µουριά της
αυλής, ενώ οι ένοικοι του σπιτιού τη δέχονταν µε καλοσύνη και συµπάθεια. Όµως
στην τέταρτη επίσκεψή της κατάλαβαν ότι είναι Τουρκάλα και αγανάχτησαν, επειδή
η παρουσία της θα τους θύµιζε, όπως και το σπίτι του Κεµάλ, τα δεινά που είχαν
υποστεί στην πατρίδα από τους Τούρκους. Παρ' όλα αυτά, επειδή υπέθεσαν ότι το
σπίτι ανήκε στην οικογένεια της άγνωστης και είναι και αυτή πρόσφυγας, στα
µέρη της Τουρκίας, όπου πήγαν µε την ανταλλαγή των πληθυσµών, κατανόησαν τη
θέση της και τη νοσταλγία της -βρίσκονταν και αυτοί στην ίδια µοίρα µε εκείνην-
και στην επόµενη επίσκεψή της την αντιµετώπισαν µε συµπόνια, καθώς αυτή είδε
ότι δεν απόµεινε τίποτε από όσα την έδεναν µε το αρχοντικό τους: η µουριά και
σπίτι καταστράφηκαν από τους βοµβαρδισµούς του πολέµου, το πηγάδι έγινε βόθρος
- όλα χάθηκαν.
Τα ερείπια κάποτε γκρεµίστηκαν, για να υψωθεί στη θέση τους µια
εξαµβλωµατική πολυκατοικία. Κατά τις εργασίες µάλιστα του σκαψίµατος δίνεται
ευκαιρία στον αφηγητή να εκδηλώσει την αποστροφή του για το νέο κόσµο της
αστικοποίησης, που έρχεται καταστρέφοντας την παλιά αισθητική του χώρου. Τέλος, το διήγημα κλείνει με την επιβεβαίωσης της υποψίας ότι το σπίτι
εκείνο ανήκε στην οικογένεια της άγνωστης Τουρκάλας, η οποία το αποχωρίστηκε
με μεγάλο σπαραγμό φεύγοντας για την προσφυγιά.
Ο συγγραφέας αποδίδει την
έντονη συγκινησιακή φόρτιση χωρίς μελοδραματισμούς και με ποιοτική
ελλειπτικότητα, ενώ είναι φανερή η πρόθεσή του να δείξει ότι ανεξάρτητα από
εθνικότητες ή θρησκείες, ο πόνος των ανθρώπων για την προσφυγιά και η νοσταλγία
είναι για την πατρίδα είναι κοινά για όλους.
Α. Ο τίτλος και το περιεχόμενο
Η φράση Στο σπίτι του Κεμάλ δίνει την ονομασία της περιοχής στην
οποία βρίσκεται αυτό το σπίτι, προς το ανατολικό άκρο της οδού Αγίου
Δημητρίου. Το τουρκικό όνομα αποτελεί και έναν προϊδεασμό για την εθνικότητα
της ηρωίδας. Σ' αυτό το σπίτι, στο οποίο
σήμερα στεγάζεται το Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε το 1881 ο
γνωστός Κεμάλ Ατατούρκ, ανακαινιστής του τουρκικού κράτους, θεμελιωτή ς της
τουρκικής δημοκρατίας και πρώτος πρόεδρός της.
Β. Η άγνωστη γυναίκα
Η πρώτη παρουσίαση
Το κείμενο αρχίζει με την αιφνιδιαστική πληροφόρηση ότι δεν ξαναφάνηκε
η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα και στις δύο πρώτες μεγάλες παραγράφους
δίνονται γενικά στοιχεία για τις επισκέψεις της, για την εμφάνιση, για την
εντύπωση που έδινε και για τη συμπεριφορά της: η γυναίκα λοιπόν αυτή
·
ήταν μαυροφορεμένη, κάτι που μας
προϊδεάζει για τον πόνο της ψυχής της ίσως και για τον ενδεχόµενο
θάνατο αγαπηµένου της προσώπου (γι' αυτό θα γίνει λόγος σε άλλο σηµείο της
προσέγγισης)
·
ερχόταν στο σπίτι του αφηγητή κάθε χρονιά (διόρθωση: όπως προκύπτει
από τα παρακάτω, σε διάστηµα δέκα περίπου ετών πραγµατοποιήθηκαν πέντε
επισκέψεις) την εποχή που γίνονται τα µούρα (τον Ιούνιο)
·
καθόταν στο κατώφλι
·
ζητούσε να πιει λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής ./
συµπεριφερόταν µε ευγένεια
·
φαινόταν κουρασµένη
·
έδειχνε ότι κάποτε ήταν όµορφη
·
η εµφάνιση και οι τρόποι της φανέρωναν αρχοντιά.
Η
αινιγµατική συµπεριφορά της άγνωστης
Πολλά από
τα στοιχεία της εµφάνισης και της συµπεριφοράς της άγνωστης γυναίκας ήταν
ανεξήγητα και δηµιουργούσαν κάποιες απορίες, ωστόσο οι ένοικοι του σπιτιού δε
ζητούσαν πληροφορίες (αυτό εξάλλου επιτάσσουν οι κανόνες της φιλοξενίας - αλλά
και η οικονοµία του έργου: πρέπει να κρατηθεί ζωηρό το ενδιαφέρον του
αναγνώστη). Από τώρα σηµειώνουµε ότι δεν απορούσε κανένας που η γυναίκα µιλούσε
τουρκικά, επειδή νόµισαν πως ήταν από τους «τουρκόφωνους» Έλληνες (γι' αυτό το
θέµα θα ξαναγίνει λόγος). Τα ερωτηµατικά που ανακύπτουν από την αινιγµατική
παρουσία της γυναίκας είναι τα ακόλουθα (στο καθένα από τα ερωτήµατα δίνεται
δική µας απάντηση): η γυναίκα αυτή
·
γιατί ήταν µαυροφορεµένη; (για το ενδεχόµενο πένθος θα
γίνει λόγος σε άλλο σηµείο)
·
γιατί καθόταν πάντα στο κατώφλι; (αυτό είναι κάτι σαν σύµβολο του
σπιτιού και αυτό φιλούσε µε σπαραγµό, όταν έφευγε στην προσφυγιά' το κατώφλι
εξάλλου ήταν σαν οµαδικό σκαµνάκι στο οποίο κάθονταν οι Τουρκάλες
κουβεντιάζοντας και βλέποντας τους περαστικούς)
·
γιατί ερχόταν πάντα την ίδια εποχή; (για να τρώει τα αγαπηµένα της
µούρα)
·
γιατί ζητούσε νερό ειδικά απ' το πηγάδι της αυλής; (ήταν το
νερό από το οποίο έπινε η ίδια και η οικογένειά της υπενθυµίζεται ότι το νερό
και η τροφή, τα µούρα, αποτελούν τα πρωταρχικά στοιχεία της ζωής)
·
γιατί έµοιαζε πολύ κουρασµένη; (ερχόταν από µακριά - από την
Τουρκία)
·
γιατί δεν καταλάβαιναν οι άλλοι ακριβώς τα λόγια της; (µιλούσε
για πράγµατα άγνωστα γι' αυτούς, τα οποία εξάλλου δεν ήθελε και η ίδια να
καταλάβουν, για να µην αναγνωρίσουν την ταυτότητά της)
·
ποιο ήταν το µεγάλο καλό που της έκαµναν; (της έδιναν να
πιει από το νερό του πηγαδιού του πατρικού της σπιτιού)
·
γιατί έριχνε κλεφτές µατιές στο σπίτι παραµιλώντας σιγανά; (το
σπίτι αυτό ανήκε κάποτε στην οικογένειά της και της έφερνε αναµνήσεις)
·
γιατί έκλεινε τα µάτια και το πρόσωπό της γινόταν µακρινό; (
αναπολούσε τα περασµένα, τη ζωή της σ' αυτό το σπίτι)
·
γιατί συλλάβιζε ονόµατα παράξενα και ποια ήταν αυτά;
(θυµούνταν πρόσωπα αγαπηµένα, µαζί µε τα οποία είχε ζήσει σ' αυτούς τους
χώρους).
Αλλά και πέρα από τις δύο πρώτες παραγράφους,
στη συνέχεια του κειµένου, δηµιουργούνται και άλλες απορίες:
·
γιατί ταράχτηκε και αρνήθηκε να πιει το νερό της βρύσης;
(ταράχτηκε, επειδή σταµάτησαν να χρησιµοποιούν το αγαπηµένο της πηγάδι και αρνήθηκε
να πιει το νερό, γιατί για άλλο νερό ήρθε και δεν ήθελε να πιει της βρύσης
µπροστά στο πηγάδι)
·
γιατί δεν έδωσε καµιά εξήγηση για την τόση λύπη της µε το
νερό της βρύσης; (δεν ήθελε να αποκαλυφτεί η ταυτότητά της)
·
γιατί την έκανε να τιναχτεί η φράση της γιαγιάς ότι τα
µούρα δε βαστάνε για µακριά; (φοβήθηκε ότι κατάλαβαν ποια είναι)
·
ποια ήταν αυτή η γυναίκα, τι της συνέβαινε και τι ακριβώς
ήθελε; (θα φανεί στο τέλος του κειµένου) .
·
Μια ακόµα απορία δηµιουργεί το ότι η γυναίκα αυτή δεν
ξαναφάνηκε (και παρακάτω: δεν την ξανάδαµε από τότε). Αυτό εξηγείται
στην προτελευταία παράγραφο.
Η πορεία
του αφηγητή για την αποκάλυψη της ταυτότητας της άγνωστης γυναίκας γίνεται
σταδιακά σε διάφορα σηµεία του κειµένου:
·
Η απορία για τη στάση της γυναίκας: Ποιο µεγάλο καλό; Ιδέα δεν
είχαµε.
·
Η υποψία για την ταυτότητά
της: είχαµε αρχίσει κάτι να υποπτευόµαστε.
·
Η αποκάλυψη: Η αποκάλυψη αυτή
στην αρχή µας τάραξε.
·
Η επιβεβαίωση: Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας µπέης, που είχε µια
κόρη ...
Οι πέντε
επισκέψεις της άγνωστης
Η άγνωστη
γυναίκα, όπως συνάγεται από την πληροφόρηση του κειµένου, επισκέφτηκε το σπίτι
πέντε φορές, αφότου αναγκάστηκε η οικογένειά της να το εγκαταλείψει µε την
ανταλλαγή των πληθυσµών ( σύµφωνα µε τη Συνθήκη της Λοζάνης):
α.
Το 1936, δηλαδή δεκατέσσερα χρόνια
ύστερα από τον ξεριζωµό της ήρθε στο σπίτι για πρώτη φορά. Ζήτησε και πήρε µαζί
της µούρα µε την πρόφαση ότι ήθελε να τα φυτέψει (αυτό το δέντρο
πολλαπλασιάζεται µε παραφυάδες, µε µοσχεύµατα ή µε εµβολιασµό). Τα µούρα βέβαια
επρόκειτο να τα δώσει σε κάποιο δικό της πρόσωπο.
β. Η δεύτερη επίσκεψη έγινε το 1938, όµως δεν
πήρε µούρα µαζί της στο χαρτί. Αυτό σηµαίνει ότι το αγαπηµένο πρόσωπο δεν
υπήρχε πια και εδώ ίσως να βρίσκεται η εξήγηση της πένθιµης φορεσιάς της που
αναφέρθηκε στην αρχή.
γ. Την τρίτη φορά (1939) αρχίζουν οι
δοκιµασίες: δεν υπάρχει πια το νερό του πηγαδιού και επιπλέον καταλαβαίνει ότι
άρχισαν να υποπτεύονται την προέλευσή της.
δ. Την επόµενη χρονιά (δεν προσδιορίζεται το
έτος) αποκαλύφτηκε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν Τουρκάλα, που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη
µαζί µε άλλους τουρίστες, οι οποίοι ήθελαν να προσκυνήσουν το σπίτι του Κεµάλ
Ατατούρκ.
ε. Η τελευταία επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε λίγο
µετά τη λήξη του πολέµου, δηλαδή τον Ιούνιο του 1944 ή του 1945. Με τους
βοµβαρδισµούς του πολέµου η µουριά («ντουτιά») είχε καταστραφεί και το σπίτι
είχε µισογκρεµιστεί και είχε εγκαταλειφτεί. Η Τουρκάλα τώρα κοίταζε ακίνητη
την κατάγυµνη αυλή και το έρηµο σπίτι. Αυτός είναι και ο λόγος για τον
οποίο η γυναίκα δεν ξαναφάνηκε: όλα όσα της θύµιζαν τα παλιά είχαν πια χαθεί,
το παρελθόν οριστικά είχε σβήσει και ο ξεριζωµός είχε ολοκληρωθεί.
Η
αποκάλυψη και η τελική επιβεβαίωση
Ο
συγγραφέας, για να ολοκληρώσει την ιστορία της αφήγησης και να µεταβεί στο
τέλος της, χρησιµοποιεί την ακόλουθη σύνδεση: τα ερείπια του σπιτιού οδηγούν
στο σκάψιµο των εργολαβικών συνεργείων για την ανέγερση πολυκατοικίας το
σκάψιµο οδηγεί στην αποκάλυψη του θαυµάσιου ψηφιδωτού και αυτό στην
τελική αποκάλυψη της γριάς, που επιβεβαίωνε χωρίς να το καταλαβαίνει την
εθνικότητα της άγνωστης Τουρκάλας και επιπλέον ξεδιάλυνε το µυστήριο
αποκαλύπτοντας πλήρως την ταυτότητά της (ακόµα και την επιβεβαίωση αυτή ο
συγγραφέας τη δίνει διακριτικά,
ψιθυριστά (ανάµεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα µια γριά να
σιγολέει): η άγνωστη γυναίκα λοιπόν ήταν πλούσια αρχοντοπούλα, κόρη ενός
µπέη (ανώτερου αξιωµατούχου της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας), και το σπίτι εκείνο
ήταν το πατρικό της, που το αποχωρίστηκε µε σπαραγµό κατά την ανταλλαγή των
πληθυσµών.
Τα
συναισθήµατα της Τουρκάλας
Όταν ένας
πρόσφυγας ύστερα από πολλά χρόνια επιστρέφει στο αγαπηµένο πατρικό του που το
έχει εγκαταλείψει αναγκαστικά και ζουν µέσα σ' αυτό κάποιοι ξένοι και άγνωστοι,
είναι εύλογο να δοκιµάζει έντονη συγκίνηση, π ί κ ρ α και π ό ν ο . Όµως ο
συγγραφέας παρουσιάζει την ηρωίδα να δοκιµάζει αυτόν το σπαραγµό συγκρατηµένα,
χωρίς µελοδραµατικές εξάρσεις, χωρίς καν να φανερώνει ποια είναι, µε έναν τρόπο
δηλαδή αξιοπρεπή, σαν πραγµατική αρχόντισσα. Ωστόσο, δίνονται στο κείµενο
κάποια συναισθήµατα, που προέρχονταν από ορισµένα περιστατικά των επισκέψεών
της και µεταπίπτουν σταδιακά από την ευχαρίστηση στο σπαραγµό. Έτσι, η ξένη
γυναίκα:
·
δοκίµαζε ζ ω η Ρ ή ε υ Χ α Ρ ί σ τ η σ η τρώγοντας
αργά τα µούρα
·
έφυγε κ α τ α χ α ρ ο ύ µ ε
ν η , όταν πήρε µαζί της τα µούρα µετά την πρώτη επίσκεψή της
·
έδειξε
πολύ τ α ρ α γ µ έ ν η , και βούρκωσε από τη λ ύ π η της, όταν έµαθε ότι δεν υπάρχει
πια το νερό του πηγαδιού
·
ένιωσε
τ α Ρ α χ ή (τινάχτηκε), όταν νόµισε πως κατάλαβαν ότι είναι Τουρκάλα
·
ένιωσε
σ υ ν τ ρ ι β ή (την είδαµε να κάθεται κατατσακισµένη), όταν είδε ότι δεν είχε
αποµείνει τίποτε πια.
Πέρα από αυτά, το
γενικό συναίσθηµα στο οποίο οφείλονταν η όλη συµπεριφορά και οι ενέργειές της
ήταν η ε π ί µ ο ν η ν ο σ τ α- -λγία.
Πρέπει βέβαια να
προσθέσουµε και το αρχικό συναίσθηµα, το σ π α ρ α γ µ ό, που δοκίµασε, όταν,
νεαρή κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, αποχωριζόταν το πατρικό της. Μάλιστα εδώ
πρέπει να επισηµανθεί η ε ι κ ό ν α της, δοσµένη µε εξαιρετική δύναµη και µε
άκρα λιτότητα, µε δύο λακωνικότατες προτάσεις, που αποδίδουν πιστότατα και
ζωηρότατα το ψυχικό δράµα και το σπαραγµό του κοριτσιού: κυλιόταν κάτω, φιλούσε
το κατώφλι.
Γ. Η στάση
και οι συναισθηµατικές µεταπτώσεις των Ελλήνων
Για να γίνει κατανοητή
η στάση του αφηγητή και της οικογένειάς του πρέπει πρώτα να γίνουν δύο
παρατηρήσεις:
α. Ο αφηγητής και η οικογένειά του νοµίζουν
ότι η άγνωστη είναι Ελληνίδα πρόσφυγας σαν και αυτούς, όµως τουρκόφωνη'
«τουρκόφωνοι» ονοµάζονταν όσοι Έλληνες προέρχονταν από τα τουρκικά εδάφη (κυρίως
από τα βάθη της Μ. Ασίας), που διατηρούσαν τη χριστιανική θρησκεία και το
ελληνικό φρόνηµα, όµως µιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα, την
οποία τους απαγόρευαν οι τοπικές Αρχές.
β. Ο
συγγραφέας στις πρώτες παραγράφους χρησιµοποιεί ως ένα σηµείο σκόπιµα πολλές
φορές την κτητική αντωνυµία (το κατώφλι µας, το δικό µας σπίτι, τα µούρα µας,
το δέντρο µας το δικό µας (δέντρο), το δίπατο σπίτι µας, στο κατώφλι µας),
δείχνοντας έτσι ότι αυτός και η οικογένειά του είναι οι νέοι αδιαµφισβήτητοι
ιδιοκτήτες του σπιτιού στο οποίο εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες. Ωστόσο,
παρατηρούµε ότι από ένα σηµείο και πέρα (από τότε που αρχίζουν οι υποψίες) η
αντωνυµία χάνεται διακριτικά, και µε κατανόηση: αυτό το αρχοντικό ανήκε κάποτε
σε κάποιους άλλους ανθρώπους, που ακόµη το πονούν ...
Ύστερα από αυτά
παρακολουθούµε τη στάση και τις συναισθηµατικές µεταπτώσεις του αφηγητή και της
οικογένειάς του, οι οποίοι:
·
δεν
υποψιάζονται τίποτε για την ξένη από την παράξενη συµπεριφορά της, την οποία
παρερµηνεύουν (µπορεί να µην καταλαβαίναµε ακριβώς τα λόγια της - Ποιο µεγάλο
καλό; Ιδέα δεν είχαµε - Δεν µας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα µούρα µας,
αφού ήταν νόστιµα ... κ.ά.) .
·
δείχνουν
φιλόξενη διάθεση, αφού την καλοδέχονται και της δίνουν ό,τι ζητήσει
·
τη
συµπαραστέκονται και προσπαθούν να την παρηγορήσουν, όταν βούρκωσε για το νερό
της βρύσης
·
είναι
διακριτικοί απέναντί της: δεν της ζητούν ποτέ από περιέργεια πληροφορίες για το
πρόσωπό της (από πού έρχεται, ποια είναι κ.ά.).
Ωστόσο, αυτά τα θετικά
συναισθήµατα µεταβάλλονται, όταν η οικογένεια διαπιστώνει πως η άγνωστη είναι
Τουρκάλα (η αποκάλυψη αυτή στην αρχή µας τάραξε). Και είναι δικαιολογηµένο
οποιοδήποτε συναίσθηµα ταραχής, αγανάχτησης, αντιπάθειας, αποστροφής κτλ.,
επειδή αυτοί οι πρόσφυγες Έλληνες έχουν φριχτές εµπειρίες από τους Τούρκους
στην πατρίδα τους: από τους διωγµούς, τις επιδροµές, τις αρπαγές, τις σφαγές -
την «καταστροφή»' και οτιδήποτε έχει σχέση µε τους Τούρκους τους προξενεί
απέχθεια, όπως το σπίτι του Κεµάλ, που βρίσκεται στη γειτονιά τους. Είναι
λοιπόν δικαιολογηµένη αυτή η συναισθηµατική µεταστροφή. Όµως αυτά τα
συναισθήµατα σβήνουν αµέσως και η ανθρωπιά επανέρχεται (τα επόµενα λόγια µας
έδειχναν πως η καρδιά µας ζεστάθηκε κάπως από συµπάθεια κι ελπίδα): οι Έλληνες
δείχνουν απόλυτη κατανόηση και συµπόνια όχι στη γυναίκα - Τουρκάλα αλλά στη
γυναίκα - πρόσφυγα, γιατί ταυτίζονται µε αυτήν, ανήκουν στον ίδιο κόσµο, αφού
και αυτή ζει το δικό τους δράµα της προσφυγιάς όπως οι ίδιοι εγκατέλειψαν µε
σπαραγµό σπίτια κι αµπελοχώραφα εκεί κάτω και τα νοσταλγούν, έτσι και αυτή, µε
τον ίδιο σπαραγµό, εγκατέλειψε το πατρικό της, το κατώφλι, τη µουριά της αυλής
και το πηγάδι τους και τα νοσταλγεί. Δικαιολογείται λοιπόν απόλυτα και αυτή η
µε- ταστροφή. Έτσι, στην επόµενη και τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας η
ανθρωπιά επανήλθε πιο έντονη, συνοδευόµενη από τη συµπόνια, την κατανόηση, τη
συµπαράσταση (Βγήκαµε στα παράθυρα και την κοιτάζαµε µε συγκίνηση. Παραλίγο να
την καλέσουµε απάνω στο σπίτι - τόσο µας είχε µαλακώσει την καρδιά η επίµονη
νοσταλγία της). Με όλα αυτά ο αφηγητής µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µπορεί να
δηµιουργούνται ανάµεσα στους λαούς εθνικές διαφορές, µπορεί οι ισχυροί να τους
εµπλέκουν σε συρράξεις, µπορεί να υπάρχουν πρόσφυγες Έλληνες ή Τούρκοι, χριστιανοί
ή µουσουλµάνοι, όµως µία είναι η προσφυγιά, µία η νοσταλγία, µία η ανθρωπιά.
Για όλους.
Δ. Η εισβολή της νέας εποχής - Δύο κόσµοι
Ο συγγραφέας, για να
ολοκληρώσει την ιστορία της αφήγησης, χρησιµοποιεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,
την ακόλουθη σύνδεση: τα ερείπια του σπιτιού οδηγούν στο σκάψιµο των
εργολαβικών συνεργείων για την ανέγερση πολυκατοικίας το σκάψιµο οδηγεί στην
αποκάλυψη του θαυµάσιου ψηφιδωτού και στη συνέχεια στην αποκάλυψη της γριάς. Η
αναφορά λοιπόν αυτών των γεγονότων ως στοιχείων της οικονοµίας του έργου δίνει
την ευκαιρία στο συγγραφέα να προεκτείνει τις σκέψεις του σχετικά µε δύο
κόσµους: µε τον παλιό, που παραµερίζεται και σβήνει, και µε το νέο, που
εισβάλλει προκλητικά.
α. Ο παλιός κόσµος, που φεύγει, διακρίνεται
από τη δική του αισθητική αντίληψη και γραφικότητα, µε το κατώφλι, µε τη µουριά
και το πηγάδι στην αυλή και µε την καλαίσθητη διακόσµησή του (δείγµα της το θαυµάσιο
ψηφιδωτό). Πέρα όµως από την αισθητική και τη γραφικότητα υπάρχει και η
λειτουργικότητα των χώρων, που ανταποκρίνεται στα ανθρώπινα µέτρα, µε την
ευρυχωρία του σπιτιού και κυρίως της αυλής, µε το νερό του πηγαδιού, που έχει
τη φυσική γεύση και δροσιά, και µε το δέντρο και τα φρούτα του, που δίνουν την
αίσθηση της διαβίωσης µέσα στο φυσικό -και φυσιολογικό- περιβάλλον. Τέλος, µε
όλον αυτόν τον κόσµο των οικείων αντικειµένων ο άνθρωπος δηµιουργεί έντονο ψυχικό
δεσµό, γίνονται αυτά κοµµάτι της ζωής του και όταν τα στερηθεί, του λείπουν και
τα αναπολεί µε πόνο και νοσταλγία.
β. Η
νέα εποχή και ο νέος κόσµος, τουλάχιστο ως προς την αισθητική (αλλά και τη
λειτουργικότητα) του χώρου παρουσιάζεται από το συγγραφέα με απέχθεια'
τίποτε γραφικό δεν έχει απομείνει: το κατώφλι δεν υπάρχει πια, το δέντρο
χάθηκε, το πηγάδι με το νερό (ό, τι πιο ευχάριστο και υγιεινό για τον άνθρωπο)
έχει μετατραπεί σε βόθρο (ό,τι πιο βρoμερό και ανθυγιεινό), το αρχοντικό έγινε
πολυκατοικία - όλα τα διακρίνει μια νέα αισθητική αντίληψη,
πέρα για πέρα απαράδεκτη για τον αφηγητή: οι εργολάβοι είναι συμμορία,
γελοίοι, με πονηρό μυαλό, οι πολυκατοικίες φρικαλέες και εξαμβλώματα, ενώ η
όλη οικοδομική δραστηριότητα επισύρει και την ειρωνεία του (μεγαλεπήβολο
σχέδιο). Επιπλέον, για να δημιουργήσουν αυτά τα φρικαλέα εξαμβλώματα οι
αδίσταχτοι εργολάβοι παρανομούν και εξαφανίζουν θαυμαστά έργα πολιτισμού
(δασκαλεύουν τους εργάτες να σκεπάσουν τα μνημεία που βρίσκουν, για να
αποφύγουν την επέμβαση των κρατικών Υπηρεσιών).
Όλα
όσα αναφέρει ο συγγραφέας για το γκρέμισμα ενός παλιού κόσμου και την εισβολή
της νέας εποχής σηματοδοτούν την αρχή της αστικοποίησης, που συνεχίστηκε με
ραγδαίους ρυθμούς και με όλα τα γνωστά συνακόλουθά της ο παλιός κόσμος
παραμερίζεται και ο νέος εισβάλλει, επομένως βρισκόμαστε σε μια εποχή
ιδιάζουσα, σε ένα μεταίχμιο συνύπαρξης και σύγκρουσης. Και ο συγγραφέας απέναντι
στη νέα κατάσταση είναι οξύτατα αρνητικός, όπως φαίνεται καθαρά στο κείμενο,
και αυτή η συναισθηματική του στάση είναι απόλυτα δικαιολογημένη για τους
λόγους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Ως προς το ψηφιδωτό: όλοι νόμισαν ότι
πρόκειται για εύρημα αρχαίας ελληνικής τέχνης και μόνο η γριά κατάλαβε την
αλήθεια (ότι το εύρημα ήταν τουρκικό) και αποτόλμησε να την πει σιγανά.
c ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ d
Το ύφος
Για το ύφος του
κειµένου ισχύουν όσα έχουν σηµειωθεί για το πρώτο κείµενο (Μες στους
προσφυγικούς συνοικισµούς). εδώ πρέπει να προστεθεί ο συγκρατηµένος τρόπος µε
τον οποίο δίνεται η έντονη συναισθηµατική φόρτιση της ηρωίδας αλλά και του
αφηγητή και της οικογένειάς του σε κάποιο σηµείο.
Για την παρουσίαση της
συγκινησιακής φόρτισης της ηρωίδας έχει γίνει λόγος παραπάνω. Αντιγράφουµε:
Όταν ένας πρόσφυγας ύστερα από πολλά χρόνια επιστρέφει στο αγαπηµένο πατρικό
του που το έχει εγκαταλείψει αναγκαστικά και ζουν µέσα σ' αυτό κάποιοι ξένοι
και άγνωστοι, είναι εύλογο να δοκιµάζει έντονη συγκίνηση, πίκρα και πόνο. Όµως
ο συγγραφέας παρουσιάζει την ηρωίδα να δοκιµάζει αυτόν το σπαραγµό
συγκρατηµένα, χωρίς µελοδραµατικές εξάρσεις, χωρίς καν να φανερώνει ποια είναι,
µε έναν τρόπο δηλαδή αξιοπρεπή, σαν πραγµατική αρχόντισσα. Ωστόσο, δίνονται
στο κείµενο κάποια συναισθήµατα, που προέρχονταν από ορισµένα περιστατικά των
επισκέψεών της και µεταπίπτουν σταδιακά από την ευχαρίστηση στο σπαραγµό. Όµως
αποφεύγεται η εκδήλωση των συναισθηµάτων µε οξείες εξωτερικές αντιδράσεις, µε
φωνές, έντονες κινήσεις, οδυρµούς και θρήνους. Λίγες µόνο λέξεις αποδίδουν την
έξαρση της ψυχής της: ζωηρή ευχαρίστηση, καταχαρούµενη και κυρίως: ταραγµένη,
βούρκωσε, λύπη, κατατσακισµένη, επίµονη νοσταλγία, τέτοιο σπαραγµό.
Το ίδιο ισχύει και για
τις συναισθηµατικές εκδηλώσεις του αφηγητή και της οικογένειάς του: και αυτές
παρουσιάζονται χωρίς εξάρσεις: η αποκάλυψη ότι η γυναίκα ήταν Τουρκάλα απλώς
τους τάραξε (δεν έβρισαν, δε φώναξαν, δεν καταράστηκαν), τους έβαλε σε κάποιες
σκέψεις και αµέσως έπεσε η ένταση και τα συναισθήµατα µεταβλήθηκαν σε συµπάθεια
και συγκίνηση. Όµως υπάρχει και ένα τµήµα του κειµένου, στο οποίο ο συγγραφέας
είναι ολότελα αντίθετος: όταν, κάνοντας λόγο για τους εργολάβους και τις
πολυκατοικίες, δείχνει την απέχθειά του µε 0ξύτατους χαρακτηρισµούς:
συµµορία, γελοίοι, φρικαλέες, εξαµβλώµατος.
Ο αφηγητής- Η αφήγηση
Ο αφηγητής είναι
δραµατοποιηµένος, βλέπει δηλαδή τα γεγονότα από εσωτερική οπτική γωνία, από την
οπτική γωνία ενός προσώπου του έργου (αφήγηση µε εσωτερική εστίαση) συµµετέχει
στα δρώµενα, όµως στέκεται απόµακρα ως µέλος ενός συνόλου, της οικογένειάς του.
Η αφήγηση αρχίζει µε
µια µορφή αναδροµής: ο αφηγητής ξεκινάει από το παρόν µε τη φράση Δεν
ξαναφάνηκε η µαυροφορεµένη εκείνη γυναίκα και µε µιαν αναφορική πρόταση (που
ερχόταν στο κατώφλι µας. .. ) µεταφέρεται ανεπαίσθητα και µε τέχνη στο
παρελθόν, για να αφηγηθεί τις επισκέψεις της άγνωστης γυναίκας. Ώσπου κλείνει
σε ένα σηµείο την αναδροµή και µε την επανάληψη της παραπάνω φράσης (κάπως
παραλλαγµένης: Δεν την ξανάδαµε από τότε) επανέρχεται στο παροντικό χρονικό
επίπεδο και συνεχίζει την υπόλοιπη αφήγηση.
Τα πρόσωπα
Στο αφήγηµα κυριαρχεί
η άγνωστη γυναίκα, η Τουρκάλα, η οποία είναι το κύριο πρόσωπο, αυτή που έχει
τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο χαρακτήρας της παρουσιάζεται κυρίως µε τη δραµατική
µέθοδο ( δυναµική παρουσίαση), δηλαδή µέσα από τη συµπεριφορά και τις
αντιδράσεις της (από όσα κάνει, από όσα λέει και από όσα σκέφτεται). Ο αφηγητής
και η οικογένειά του είναι δευτεραγωνιστές, ωστόσο πρέπει να υπογραµµιστεί η
παρουσία στις τελευταίες αράδες του τελευταίου προσώπου, της γριάς, που είναι
το πρόσωπο - κλειδί: τα λόγια της στάθηκαν καθοριστικά για την πλήρη
διαλεύκανση του µυστηρίου που κάλυπτε την ξένη γυναίκα.
Τα πρόσωπα είναι
ανώνυµα: η Τουρκάλα θα µπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα, οποιασδήποτε
εθνικότητας ή θρησκεύµατος, που ξεριζώθηκε µε σπαραγµό από το πατρικό της και
από τον τόπο της και ζει στην προσφυγιά µε τη νοσταλγία - το ίδιο και ο αφηγητής
µε την οικογένειά του. Όλοι τους δεν είναι κάποιοι συγκεκριµένοι πρόσφυγες:
στα πρόσωπά τους εικονίζονται οι πρόσφυγες όλου του κόσµου και όλων των
εποχών.
Ο χώρος και ο χρόνος
Ο χώρος στον οποίο
διαδραµατίζονται τα γεγονότα δίνεται ακόµη από τον τίτλο του αφηγήµατος (είναι
η γειτονιά της Θεσσαλονίκης στην οποία βρίσκεται το σπίτι του Κεµάλ), µάλιστα
παρουσιάζονται πολύ παραστατικά και οι µεταβολές που πραγµατοποιούνται σ'
αυτόν, ενώ ο χρόνος δίνεται µε συγκεκριµένες χρονολογίες και άλλες αναφορές.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Κ.Ε.Ε.
Δομή του κειμένου, επαλήθευση
ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκ-φραστικά
μέσα και
τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές
λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης):
1. α) Ποιος είναι ο χώρος (στενότερος – ευρύτερος) στον οποίο εξελίσσεται η δράση;
β) Ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης;
2. α) Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε να εντοπίσετε τα διαφορετικά επίπεδά
του;
β) Σε ποια σημεία της αφήγησης χρησιμοποιείται η τεχνική της επιβράδυνσης και σε
ποια η τεχνική της επιτάχυνσης;
3. Να χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή
της μορφής και της συμπεριφοράς της.
4. Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς
που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση του;
5. α) Σε ποιο σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τεχνική της προοικονομίας και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν;
β) Πώς συνδέονται οι τελευταίες φράσεις: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης … Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα» με το υπόλοιπο πεζογράφημα;
Σχολιασμός ή
σύντομη
ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Πώς σχετίζεται ο τίτλος του αφηγήματος με το περιεχόμενό του;
2. Η κεντρική μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα, κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή τη
νοσταλγική της διάθεση;
3. Ποιο ήταν το «μεγάλο καλό» που ευχόταν η ξένη να ανταποδώσει ο Θεός στον
αφηγητή και στους δικούς του;
4. α) Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι
η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα μούρα;
β) Γιατί επεκτείνεται, κατά την άποψή σας, στην αναλυτική περιγραφή του δέντρου τους και
του καρπού του;
5. Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας, η γυναίκα ζητά να φυτέψει το σπόρο της μουριάς και στο δικό της περιβόλι;
6. Γιατί η ξένη αρνείται να πιεί το νερό της
βρύσης;
7. Πώς αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της
γυναίκας; Επέδρασε αυτή η αποκάλυψη
στα συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο
αφηγητής και οι δικοί του; Πώς δικαιολογούνται;
8. Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν
επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;
9. Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα;
10. Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες
την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;
ΚΡΙΤΗΡΙΟ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
1. Πώς συμπεριφέρεται η γυναίκα σε κάθε μία από τις επισκέψεις της; Πώς συνδέεται η αλλαγή της διάθεσής της με τις αλλαγές του τοπίου και της πόλης;
2. Να συγκρίνετε το εξεταζόμενο πεζογράφημα με τα υπόλοιπα των Σελίδων ως προς την οργάνωση
του υλικού της αφήγησης.
3. Τι συμβολίζουν για την ξένη τα μούρα , το νερό απ’ το πηγάδι της αυλής και το κατώφλι;
4. Πώς παρουσιάζονται στο πεζογράφημα η παλιά και πώς η μοντέρνα πόλη; Ποια είναι η βασική διαφορά τους, κατά τον αφηγητή;
5. Πώς συμπεριφέρεται ο ήρωας του ποιήματος; Σας θυμίζει η στάση του τη γυναίκα του πεζογραφήματος;
Γ. Ιωάννου: Σ’ ένα
παλιό τούρκικο σπίτι
Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι
κλείστηκα μέρες και παλεύω
με τους λεκέδες του ασβέστη.
Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά·
δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.
Ύστερα παίρνει και φυσά.
Σαρώνονται χαρές και γνωριμίες.
Ξανά μονάχος με τα ξύλα και τις πέτρες.
Ίσως στεριώσω τώρα· πάλι απ’ την αρχή.
Ίσως προφτάσω να σκαλώσω
τους χαμένους.