Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Ν.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ




d  ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ  c

Το έργο
Το πεζογράφηµα Στου Κεµάλ το σπίτι προέρχεται από τη συλλογή του Ιωάννου Η µόνη κληρονοµιά (1974).
Θέµα του αφηγήµατος είναι οι επισκέψεις µιας άγνωστης γυναίκας σε ένα τουρκικό αρχοντικό κοντά στο σπίτι του Κεµάλ στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο τώρα κατοικούσε µια οικογένεια Ελλήνων προσφύγων, η οι­κογένεια του αφηγητή.
Η άγνωστη γυναίκα, που µιλούσε τουρκικά, ερχόταν σχεδόν κάθε χρό­νο, τον Ιούνιο, ζητούσε κρύο νερό από το πηγάδι και λίγα µούρα από τη µουριά της αυλής, ενώ οι ένοικοι του σπιτιού τη δέχονταν µε καλοσύνη και συµπάθεια. Όµως στην τέταρτη επίσκεψή της κατάλαβαν ότι είναι Τουρκάλα και αγανάχτησαν, επειδή η παρουσία της θα τους θύµιζε, ό­πως και το σπίτι του Κεµάλ, τα δεινά που είχαν υποστεί στην πατρίδα από τους Τούρκους. Παρ' όλα αυτά, επειδή υπέθεσαν ότι το σπίτι ανή­κε στην οικογένεια της άγνωστης και είναι και αυτή πρόσφυγας, στα µέρη της Τουρκίας, όπου πήγαν µε την ανταλλαγή των πληθυσµών, κα­τανόησαν τη θέση της και τη νοσταλγία της -βρίσκονταν και αυτοί στην ίδια µοίρα µε εκείνην- και στην επόµενη επίσκεψή της την αντι­µετώπισαν µε συµπόνια, καθώς αυτή είδε ότι δεν απόµεινε τίποτε από όσα την έδεναν µε το αρχοντικό τους: η µουριά και σπίτι καταστράφη­καν από τους βοµβαρδισµούς του πολέµου, το πηγάδι έγινε βόθρος - ό­λα χάθηκαν.
Τα ερείπια κάποτε γκρεµίστηκαν, για να υψωθεί στη θέση τους µια εξαµβλωµατική πολυκατοικία. Κατά τις εργασίες µάλιστα του σκαψί­µατος δίνεται ευκαιρία στον αφηγητή να εκδηλώσει την αποστροφή του για το νέο κόσµο της αστικοποίησης, που έρχεται καταστρέφοντας την παλιά αισθητική του χώρου. Τέλος, το διήγημα κλείνει με την επιβε­βαίωσης της υποψίας ότι το σπίτι εκείνο ανήκε στην οικογένεια της ά­γνωστης Τουρκάλας, η οποία το αποχωρίστηκε με μεγάλο σπαραγμό φεύγοντας για την προσφυγιά.
Ο συγγραφέας αποδίδει την έντονη συγκινησιακή φόρτιση χωρίς μελο­δραματισμούς και με ποιοτική ελλειπτικότητα, ενώ είναι φανερή η πρόθεσή του να δείξει ότι ανεξάρτητα από εθνικότητες ή θρησκείες, ο πόνος των ανθρώπων για την προσφυγιά και η νοσταλγία είναι για την πατρίδα είναι κοινά για όλους.



Α. Ο τίτλος και το περιεχόμενο

Η φράση Στο σπίτι του Κεμάλ δίνει την ονομασία της περιοχής στην οποία βρίσκεται αυτό το σπίτι, προς το ανατολικό άκρο της οδού Α­γίου Δημητρίου. Το τουρκικό όνομα αποτελεί και έναν προϊδεασμό για την εθνικότητα της ηρωίδας.  Σ' αυτό το σπίτι, στο οποίο σήμε­ρα στεγάζεται το Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε το 1881 ο γνωστός Κεμάλ Ατατούρκ, ανακαινιστής του τουρκικού κράτους, θεμελιωτή ς της τουρκικής δημοκρατίας και πρώτος πρόε­δρός της.


Β. Η άγνωστη γυναίκα

Η πρώτη παρουσίαση
Το κείμενο αρχίζει με την αιφνιδιαστική πληροφόρηση ότι δεν ξαναφά­νηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα και στις δύο πρώτες μεγάλες πα­ραγράφους δίνονται γενικά στοιχεία για τις επισκέψεις της, για την εμ­φάνιση, για την εντύπωση που έδινε και για τη συμπεριφορά της: η γυ­ναίκα λοιπόν αυτή
·        ήταν μαυροφορεμένη, κάτι που μας προϊδεάζει για τον πόνο της ψυχής της ίσως και για τον ενδεχόµενο θάνατο αγαπηµένου της προσώπου (γι' αυτό θα γίνει λόγος σε άλλο σηµείο της προσέγγισης)
·        ερχόταν στο σπίτι του αφηγητή κάθε χρονιά (διόρθωση: όπως προκύ­πτει από τα παρακάτω, σε διάστηµα δέκα περίπου ετών πραγµατοποιή­θηκαν πέντε επισκέψεις) την εποχή που γίνονται τα µούρα (τον Ιούνιο)
·        καθόταν στο κατώφλι
·        ζητούσε να πιει λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής ./ συµπεριφερόταν µε ευγένεια
·        φαινόταν κουρασµένη
·        έδειχνε ότι κάποτε ήταν όµορφη
·        η εµφάνιση και οι τρόποι της φανέρωναν αρχοντιά.


Η αινιγµατική συµπεριφορά της άγνωστης
Πολλά από τα στοιχεία της εµφάνισης και της συµπεριφοράς της άγνω­στης γυναίκας ήταν ανεξήγητα και δηµιουργούσαν κάποιες απορίες, ω­στόσο οι ένοικοι του σπιτιού δε ζητούσαν πληροφορίες (αυτό εξάλλου επιτάσσουν οι κανόνες της φιλοξενίας - αλλά και η οικονοµία του έρ­γου: πρέπει να κρατηθεί ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη). Από τώρα σηµειώνουµε ότι δεν απορούσε κανένας που η γυναίκα µιλούσε τουρκικά, επειδή νόµισαν πως ήταν από τους «τουρκόφωνους» Έλλη­νες (γι' αυτό το θέµα θα ξαναγίνει λόγος). Τα ερωτηµατικά που ανακύ­πτουν από την αινιγµατική παρουσία της γυναίκας είναι τα ακόλουθα (στο καθένα από τα ερωτήµατα δίνεται δική µας απάντηση): η γυναίκα αυτή

·        γιατί ήταν µαυροφορεµένη; (για το ενδεχόµενο πένθος θα γίνει λόγος σε άλλο σηµείο)
·        γιατί καθόταν πάντα στο κατώφλι; (αυτό είναι κάτι σαν σύµβολο του σπιτιού και αυτό φιλούσε µε σπαραγµό, όταν έφευγε στην προσφυγιά' το κατώφλι εξάλλου ήταν σαν οµαδικό σκαµνάκι στο οποίο κάθονταν οι Τουρκάλες κουβεντιάζοντας και βλέποντας τους περαστικούς)
·        γιατί ερχόταν πάντα την ίδια εποχή; (για να τρώει τα αγαπηµένα της µούρα)

·        γιατί ζητούσε νερό ειδικά απ' το πηγάδι της αυλής; (ήταν το νερό από το οποίο έπινε η ίδια και η οικογένειά της υπενθυµίζεται ότι το νερό και η τροφή, τα µούρα, αποτελούν τα πρωταρχικά στοιχεία της ζωής)
·        γιατί έµοιαζε πολύ κουρασµένη; (ερχόταν από µακριά - από την Τουρκία)
·        γιατί δεν καταλάβαιναν οι άλλοι ακριβώς τα λόγια της; (µιλούσε για πράγµατα άγνωστα γι' αυτούς, τα οποία εξάλλου δεν ήθελε και η ίδια να καταλάβουν, για να µην αναγνωρίσουν την ταυτότητά της)
·        ποιο ήταν το µεγάλο καλό που της έκαµναν; (της έδιναν να πιει από το νερό του πηγαδιού του πατρικού της σπιτιού)
·        γιατί έριχνε κλεφτές µατιές στο σπίτι παραµιλώντας σιγανά; (το σπίτι αυτό ανήκε κάποτε στην οικογένειά της και της έφερνε αναµνήσεις)
·        γιατί έκλεινε τα µάτια και το πρόσωπό της γινόταν µακρινό; ( αναπολού­σε τα περασµένα, τη ζωή της σ' αυτό το σπίτι)
·        γιατί συλλάβιζε ονόµατα παράξενα και ποια ήταν αυτά; (θυµούνταν πρόσωπα αγαπηµένα, µαζί µε τα οποία είχε ζήσει σ' αυτούς τους χώρους).

 Αλλά και πέρα από τις δύο πρώτες παραγράφους, στη συνέχεια του κειµένου, δηµιουργούνται και άλλες απορίες:
·        γιατί ταράχτηκε και αρνήθηκε να πιει το νερό της βρύσης; (ταράχτηκε, επειδή σταµάτησαν να χρησιµοποιούν το αγαπηµένο της πηγάδι και αρ­νήθηκε να πιει το νερό, γιατί για άλλο νερό ήρθε και δεν ήθελε να πιει της βρύσης µπροστά στο πηγάδι)
·        γιατί δεν έδωσε καµιά εξήγηση για την τόση λύπη της µε το νερό της βρύσης; (δεν ήθελε να αποκαλυφτεί η ταυτότητά της)
·        γιατί την έκανε να τιναχτεί η φράση της γιαγιάς ότι τα µούρα δε βαστάνε για µακριά; (φοβήθηκε ότι κατάλαβαν ποια είναι)
·        ποια ήταν αυτή η γυναίκα, τι της συνέβαινε και τι ακριβώς ήθελε; (θα φανεί στο τέλος του κειµένου) .
·        Μια ακόµα απορία δηµιουργεί το ότι η γυναίκα αυτή δεν ξαναφάνηκε (και παρακάτω: δεν την ξανάδαµε από τότε). Αυτό εξηγείται στην προ­τελευταία παράγραφο.

Η πορεία του αφηγητή για την αποκάλυψη της ταυτότητας της άγνω­στης γυναίκας γίνεται σταδιακά σε διάφορα σηµεία του κειµένου:
·        Η απορία για τη στάση της γυναίκας: Ποιο µεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαµε.
·         Η υποψία για την ταυτότητά της: είχαµε αρχίσει κάτι να υποπτευόµαστε.
·         Η αποκάλυψη: Η αποκάλυψη αυτή στην αρχή µας τάραξε.
·        Η επιβεβαίωση: Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας µπέης, που είχε µια κόρη ...


Οι πέντε επισκέψεις της άγνωστης
Η άγνωστη γυναίκα, όπως συνάγεται από την πληροφόρηση του κειµέ­νου, επισκέφτηκε το σπίτι πέντε φορές, αφότου αναγκάστηκε η οικογέ­νειά της να το εγκαταλείψει µε την ανταλλαγή των πληθυσµών ( σύµ­φωνα µε τη Συνθήκη της Λοζάνης):

     α.      Το 1936, δηλαδή δεκατέσσερα χρόνια ύστερα από τον ξεριζωµό της ήρθε στο σπίτι για πρώτη φορά. Ζήτησε και πήρε µαζί της µούρα µε την πρόφαση ότι ήθελε να τα φυτέψει (αυτό το δέντρο πολλαπλασιάζεται µε παραφυάδες, µε µοσχεύµατα ή µε εµβολιασµό). Τα µούρα βέβαια ε­πρόκειτο να τα δώσει σε κάποιο δικό της πρόσωπο.
     β.      Η δεύτερη επίσκεψη έγινε το 1938, όµως δεν πήρε µούρα µαζί της στο χαρτί. Αυτό σηµαίνει ότι το αγαπηµένο πρόσωπο δεν υπήρχε πια και ε­δώ ίσως να βρίσκεται η εξήγηση της πένθιµης φορεσιάς της που ανα­φέρθηκε στην αρχή.
     γ.      Την τρίτη φορά (1939) αρχίζουν οι δοκιµασίες: δεν υπάρχει πια το νερό του πηγαδιού και επιπλέον καταλαβαίνει ότι άρχισαν να υποπτεύονται την προέλευσή της.
     δ.      Την επόµενη χρονιά (δεν προσδιορίζεται το έτος) αποκαλύφτηκε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν Τουρκάλα, που ερχόταν στη Θεσσαλονίκη µαζί µε άλλους τουρίστες, οι οποίοι ήθελαν να προσκυνήσουν το σπίτι του Κε­µάλ Ατατούρκ.
     ε.       Η τελευταία επίσκεψη πραγµατοποιήθηκε λίγο µετά τη λήξη του πολέ­µου, δηλαδή τον Ιούνιο του 1944 ή του 1945. Με τους βοµβαρδισµούς του πολέµου η µουριά («ντουτιά») είχε καταστραφεί και το σπίτι είχε µισογκρεµιστεί και είχε εγκαταλειφτεί. Η Τουρκάλα τώρα κοίταζε ακίνητη την κατάγυµνη αυλή και το έρηµο σπίτι. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η γυναίκα δεν ξαναφάνηκε: όλα όσα της θύµιζαν τα παλιά εί­χαν πια χαθεί, το παρελθόν οριστικά είχε σβήσει και ο ξεριζωµός είχε ολοκληρωθεί.



Η αποκάλυψη και η τελική επιβεβαίωση
Ο συγγραφέας, για να ολοκληρώσει την ιστορία της αφήγησης και να µεταβεί στο τέλος της, χρησιµοποιεί την ακόλουθη σύνδεση: τα ερείπια του σπιτιού οδηγούν στο σκάψιµο των εργολαβικών συνεργείων για την ανέγερση πολυκατοικίας το σκάψιµο οδηγεί στην αποκάλυψη του θαυ­µάσιου ψηφιδωτού και αυτό στην τελική αποκάλυψη της γριάς, που ε­πιβεβαίωνε χωρίς να το καταλαβαίνει την εθνικότητα της άγνωστης Τουρκάλας και επιπλέον ξεδιάλυνε το µυστήριο αποκαλύπτοντας πλή­ρως την ταυτότητά της (ακόµα και την επιβεβαίωση αυτή ο συγγραφέας τη δίνει διακριτικά, ψιθυριστά (ανάµεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα µια γριά να σιγολέει): η άγνωστη γυναίκα λοιπόν ήταν πλούσια αρχοντοπούλα, κόρη ενός µπέη (ανώτερου αξιωµατούχου της Οθωµα­νικής Αυτοκρατορίας), και το σπίτι εκείνο ήταν το πατρικό της, που το αποχωρίστηκε µε σπαραγµό κατά την ανταλλαγή των πληθυσµών.


Τα συναισθήµατα της Τουρκάλας
Όταν ένας πρόσφυγας ύστερα από πολλά χρόνια επιστρέφει στο αγα­πηµένο πατρικό του που το έχει εγκαταλείψει αναγκαστικά και ζουν µέσα σ' αυτό κάποιοι ξένοι και άγνωστοι, είναι εύλογο να δοκιµάζει έ­ντονη συγκίνηση, π ί κ ρ α και π ό ν ο . Όµως ο συγγραφέας πα­ρουσιάζει την ηρωίδα να δοκιµάζει αυτόν το σπαραγµό συγκρατηµένα, χωρίς µελοδραµατικές εξάρσεις, χωρίς καν να φανερώνει ποια είναι, µε έναν τρόπο δηλαδή αξιοπρεπή, σαν πραγµατική αρχόντισσα. Ωστόσο, δίνονται στο κείµενο κάποια συναισθήµατα, που προέρχονταν από ορι­σµένα περιστατικά των επισκέψεών της και µεταπίπτουν σταδιακά από την ευχαρίστηση στο σπαραγµό. Έτσι, η ξένη γυναίκα:

·        δοκίµαζε ζ ω η Ρ ή ε υ Χ α Ρ ί σ τ η σ η τρώγοντας αργά τα µούρα
·         έφυγε κ α τ α χ α ρ ο ύ µ ε ν η , όταν πήρε µαζί της τα µούρα µετά την πρώτη επίσκεψή της

·        έδειξε πολύ τ α ρ α γ µ έ ν η , και βούρκωσε από τη λ ύ π η της, όταν έµαθε ότι δεν υπάρχει πια το νερό του πηγαδιού
·        ένιωσε τ α Ρ α χ ή (τινάχτηκε), όταν νόµισε πως κατάλαβαν ότι είναι Τουρκάλα
·        ένιωσε σ υ ν τ ρ ι β ή (την είδαµε να κάθεται κατατσακισµένη), όταν είδε ότι δεν είχε αποµείνει τίποτε πια.
Πέρα από αυτά, το γενικό συναίσθηµα στο οποίο οφείλονταν η όλη συ­µπεριφορά και οι ενέργειές της ήταν η ε π ί µ ο ν η  ν ο σ τ α- -λγία.
Πρέπει βέβαια να προσθέσουµε και το αρχικό συναίσθηµα, το σ π α ρ α γ µ ό, που δοκίµασε, όταν, νεαρή κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, αποχωριζόταν το πατρικό της. Μάλιστα εδώ πρέπει να επισηµαν­θεί η ε ι κ ό ν α της, δοσµένη µε εξαιρετική δύναµη και µε άκρα λι­τότητα, µε δύο λακωνικότατες προτάσεις, που αποδίδουν πιστότατα και ζωηρότατα το ψυχικό δράµα και το σπαραγµό του κοριτσιού: κυλιόταν κάτω, φιλούσε το κατώφλι.

        Γ. Η στάση και οι συναισθηµατικές µεταπτώσεις των Ελλήνων
Για να γίνει κατανοητή η στάση του αφηγητή και της οικογένειάς του πρέπει πρώτα να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
  α.      Ο αφηγητής και η οικογένειά του νοµίζουν ότι η άγνωστη είναι Ελληνί­δα πρόσφυγας σαν και αυτούς, όµως τουρκόφωνη' «τουρκόφωνοι» ο­νοµάζονταν όσοι Έλληνες προέρχονταν από τα τουρκικά εδάφη (κυρί­ως από τα βάθη της Μ. Ασίας), που διατηρούσαν τη χριστιανική θρη­σκεία και το ελληνικό φρόνηµα, όµως µιλούσαν την τουρκική και όχι την ελληνική γλώσσα, την οποία τους απαγόρευαν οι τοπικές Αρχές.
     β.      Ο συγγραφέας στις πρώτες παραγράφους χρησιµοποιεί ως ένα σηµείο σκόπιµα πολλές φορές την κτητική αντωνυµία (το κατώφλι µας, το δικό µας σπίτι, τα µούρα µας, το δέντρο µας το δικό µας (δέντρο), το δίπατο σπίτι µας, στο κατώφλι µας), δείχνοντας έτσι ότι αυτός και η οικογένειά του είναι οι νέοι αδιαµφισβήτητοι ιδιοκτήτες του σπιτιού στο οποίο ε­γκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες. Ωστόσο, παρατηρούµε ότι από ένα ση­µείο και πέρα (από τότε που αρχίζουν οι υποψίες) η αντωνυµία χάνεται διακριτικά, και µε κατανόηση: αυτό το αρχοντικό ανήκε κάποτε σε κά­ποιους άλλους ανθρώπους, που ακόµη το πονούν ...
Ύστερα από αυτά παρακολουθούµε τη στάση και τις συναισθηµατικές µεταπτώσεις του αφηγητή και της οικογένειάς του, οι οποίοι:
·        δεν υποψιάζονται τίποτε για την ξένη από την παράξενη συµπεριφορά της, την οποία παρερµηνεύουν (µπορεί να µην καταλαβαίναµε ακριβώς τα λόγια της - Ποιο µεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαµε - Δεν µας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα µούρα µας, αφού ήταν νόστιµα ... κ.ά.) .
·        δείχνουν φιλόξενη διάθεση, αφού την καλοδέχονται και της δίνουν ό,τι ζητήσει
·        τη συµπαραστέκονται και προσπαθούν να την παρηγορήσουν, όταν βούρκωσε για το νερό της βρύσης
·        είναι διακριτικοί απέναντί της: δεν της ζητούν ποτέ από περιέργεια πληροφορίες για το πρόσωπό της (από πού έρχεται, ποια είναι κ.ά.).
Ωστόσο, αυτά τα θετικά συναισθήµατα µεταβάλλονται, όταν η οικογέ­νεια διαπιστώνει πως η άγνωστη είναι Τουρκάλα (η αποκάλυψη αυτή στην αρχή µας τάραξε). Και είναι δικαιολογηµένο οποιοδήποτε συναί­σθηµα ταραχής, αγανάχτησης, αντιπάθειας, αποστροφής κτλ., επειδή αυτοί οι πρόσφυγες Έλληνες έχουν φριχτές εµπειρίες από τους Τούρ­κους στην πατρίδα τους: από τους διωγµούς, τις επιδροµές, τις αρπαγές, τις σφαγές - την «καταστροφή»' και οτιδήποτε έχει σχέση µε τους Τούρκους τους προξενεί απέχθεια, όπως το σπίτι του Κεµάλ, που βρί­σκεται στη γειτονιά τους. Είναι λοιπόν δικαιολογηµένη αυτή η συναι­σθηµατική µεταστροφή. Όµως αυτά τα συναισθήµατα σβήνουν αµέσως και η ανθρωπιά επανέρχεται (τα επόµενα λόγια µας έδειχναν πως η καρ­διά µας ζεστάθηκε κάπως από συµπάθεια κι ελπίδα): οι Έλληνες δεί­χνουν απόλυτη κατανόηση και συµπόνια όχι στη γυναίκα - Τουρκάλα αλλά στη γυναίκα - πρόσφυγα, γιατί ταυτίζονται µε αυτήν, ανήκουν στον ίδιο κόσµο, αφού και αυτή ζει το δικό τους δράµα της προσφυγιάς όπως οι ίδιοι εγκατέλειψαν µε σπαραγµό σπίτια κι αµπελοχώραφα εκεί κάτω και τα νοσταλγούν, έτσι και αυτή, µε τον ίδιο σπαραγµό, εγκατέ­λειψε το πατρικό της, το κατώφλι, τη µουριά της αυλής και το πηγάδι τους και τα νοσταλγεί. Δικαιολογείται λοιπόν απόλυτα και αυτή η µε- ταστροφή. Έτσι, στην επόµενη και τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας η ανθρωπιά επανήλθε πιο έντονη, συνοδευόµενη από τη συµπόνια, την κατανόηση, τη συµπαράσταση (Βγήκαµε στα παράθυρα και την κοιτά­ζαµε µε συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουµε απάνω στο σπίτι - τόσο µας είχε µαλακώσει την καρδιά η επίµονη νοσταλγία της). Με όλα αυτά ο αφηγητής µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µπορεί να δηµιουργούνται ανάµεσα στους λαούς εθνικές διαφορές, µπορεί οι ισχυροί να τους ε­µπλέκουν σε συρράξεις, µπορεί να υπάρχουν πρόσφυγες Έλληνες ή Τούρκοι, χριστιανοί ή µουσουλµάνοι, όµως µία είναι η προσφυγιά, µία η νοσταλγία, µία η ανθρωπιά. Για όλους.

Δ. Η εισβολή της νέας εποχής - Δύο κόσµοι
Ο συγγραφέας, για να ολοκληρώσει την ιστορία της αφήγησης, χρησι­µοποιεί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την ακόλουθη σύνδεση: τα ερεί­πια του σπιτιού οδηγούν στο σκάψιµο των εργολαβικών συνεργείων για την ανέγερση πολυκατοικίας το σκάψιµο οδηγεί στην αποκάλυψη του θαυµάσιου ψηφιδωτού και στη συνέχεια στην αποκάλυψη της γριάς. Η αναφορά λοιπόν αυτών των γεγονότων ως στοιχείων της οικονοµίας του έργου δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να προεκτείνει τις σκέψεις του σχετικά µε δύο κόσµους: µε τον παλιό, που παραµερίζεται και σβή­νει, και µε το νέο, που εισβάλλει προκλητικά.
α.        Ο παλιός κόσµος, που φεύγει, διακρίνεται από τη δική του αισθητική αντίληψη και γραφικότητα, µε το κατώφλι, µε τη µουριά και το πηγάδι στην αυλή και µε την καλαίσθητη διακόσµησή του (δείγµα της το θαυ­µάσιο ψηφιδωτό). Πέρα όµως από την αισθητική και τη γραφικότητα υ­πάρχει και η λειτουργικότητα των χώρων, που ανταποκρίνεται στα αν­θρώπινα µέτρα, µε την ευρυχωρία του σπιτιού και κυρίως της αυλής, µε το νερό του πηγαδιού, που έχει τη φυσική γεύση και δροσιά, και µε το δέντρο και τα φρούτα του, που δίνουν την αίσθηση της διαβίωσης µέσα στο φυσικό -και φυσιολογικό- περιβάλλον. Τέλος, µε όλον αυτόν τον κόσµο των οικείων αντικειµένων ο άνθρωπος δηµιουργεί έντονο ψυχι­κό δεσµό, γίνονται αυτά κοµµάτι της ζωής του και όταν τα στερηθεί, του λείπουν και τα αναπολεί µε πόνο και νοσταλγία.
  β.      Η νέα εποχή και ο νέος κόσµος, τουλάχιστο ως προς την αισθητική (αλλά και τη λειτουργικότητα) του χώρου παρουσιάζεται από το συγγραφέα με απέχθεια' τίποτε γραφικό δεν έχει απομείνει: το κατώφλι δεν υπάρχει πια, το δέντρο χάθηκε, το πηγάδι με το νερό (ό, τι πιο ευχάριστο και υγιεινό για τον άνθρωπο) έχει μετατραπεί σε βόθρο (ό,τι πιο βρoμε­ρό και ανθυγιεινό), το αρχοντικό έγινε πολυκατοικία - όλα τα διακρίνει μια νέα αισθητική αντίληψη, πέρα για πέρα απαράδεκτη για τον αφηγη­τή: οι εργολάβοι είναι συμμορία, γελοίοι, με πονηρό μυαλό, οι πολυκα­τοικίες φρικαλέες και εξαμβλώματα, ενώ η όλη οικοδομική δραστηριό­τητα επισύρει και την ειρωνεία του (μεγαλεπήβολο σχέδιο). Επιπλέον, για να δημιουργήσουν αυτά τα φρικαλέα εξαμβλώματα οι αδίσταχτοι εργολάβοι παρανομούν και εξαφανίζουν θαυμαστά έργα πολιτισμού (δασκαλεύουν τους εργάτες να σκεπάσουν τα μνημεία που βρίσκουν, για να αποφύγουν την επέμβαση των κρατικών Υπηρεσιών).
Όλα όσα αναφέρει ο συγγραφέας για το γκρέμισμα ενός παλιού κόσμου και την εισβολή της νέας εποχής σηματοδοτούν την αρχή της αστικο­ποίησης, που συνεχίστηκε με ραγδαίους ρυθμούς και με όλα τα γνωστά συνακόλουθά της ο παλιός κόσμος παραμερίζεται και ο νέος εισβάλ­λει, επομένως βρισκόμαστε σε μια εποχή ιδιάζουσα, σε ένα μεταίχμιο συνύπαρξης και σύγκρουσης. Και ο συγγραφέας απέναντι στη νέα κα­τάσταση είναι οξύτατα αρνητικός, όπως φαίνεται καθαρά στο κείμενο, και αυτή η συναισθηματική του στάση είναι απόλυτα δικαιολογημένη για τους λόγους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.
 Ως προς το ψηφιδωτό: όλοι νόμισαν ότι πρόκειται για εύρημα αρχαίας ελληνικής τέχνης και μόνο η γριά κατάλαβε την αλήθεια (ότι το εύρημα ήταν τουρκικό) και αποτόλμησε να την πει σιγανά.

c ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ d

     Το ύφος
Για το ύφος του κειµένου ισχύουν όσα έχουν σηµειωθεί για το πρώτο κείµενο (Μες στους προσφυγικούς συνοικισµούς). εδώ πρέπει να προ­στεθεί ο συγκρατηµένος τρόπος µε τον οποίο δίνεται η έντονη συναι­σθηµατική φόρτιση της ηρωίδας αλλά και του αφηγητή και της οικογέ­νειάς του σε κάποιο σηµείο.
Για την παρουσίαση της συγκινησιακής φόρτισης της ηρωίδας έχει γίνει λόγος παραπάνω. Αντιγράφουµε: Όταν ένας πρόσφυγας ύστερα από πολλά χρόνια επιστρέφει στο αγαπηµένο πατρικό του που το έχει εγκα­ταλείψει αναγκαστικά και ζουν µέσα σ' αυτό κάποιοι ξένοι και άγνω­στοι, είναι εύλογο να δοκιµάζει έντονη συγκίνηση, πίκρα και πόνο. Ό­µως ο συγγραφέας παρουσιάζει την ηρωίδα να δοκιµάζει αυτόν το σπα­ραγµό συγκρατηµένα, χωρίς µελοδραµατικές εξάρσεις, χωρίς καν να φανερώνει ποια είναι, µε έναν τρόπο δηλαδή αξιοπρεπή, σαν πραγµατι­κή αρχόντισσα. Ωστόσο, δίνονται στο κείµενο κάποια συναισθήµατα, που προέρχονταν από ορισµένα περιστατικά των επισκέψεών της και µεταπίπτουν σταδιακά από την ευχαρίστηση στο σπαραγµό. Όµως α­ποφεύγεται η εκδήλωση των συναισθηµάτων µε οξείες εξωτερικές α­ντιδράσεις, µε φωνές, έντονες κινήσεις, οδυρµούς και θρήνους. Λίγες µόνο λέξεις αποδίδουν την έξαρση της ψυχής της: ζωηρή ευχαρίστηση, καταχαρούµενη και κυρίως: ταραγµένη, βούρκωσε, λύπη, κατατσακισµέ­νη, επίµονη νοσταλγία, τέτοιο σπαραγµό.
Το ίδιο ισχύει και για τις συναισθηµατικές εκδηλώσεις του αφηγητή και της οικογένειάς του: και αυτές παρουσιάζονται χωρίς εξάρσεις: η απο­κάλυψη ότι η γυναίκα ήταν Τουρκάλα απλώς τους τάραξε (δεν έβρισαν, δε φώναξαν, δεν καταράστηκαν), τους έβαλε σε κάποιες σκέψεις και α­µέσως έπεσε η ένταση και τα συναισθήµατα µεταβλήθηκαν σε συµπά­θεια και συγκίνηση. Όµως υπάρχει και ένα τµήµα του κειµένου, στο ο­ποίο ο συγγραφέας είναι ολότελα αντίθετος: όταν, κάνοντας λόγο για τους εργολάβους και τις πολυκατοικίες, δείχνει την απέχθειά του µε ξύτατους χαρακτηρισµούς: συµµορία, γελοίοι, φρικαλέες, εξαµβλώµατος.

     Ο αφηγητής- Η αφήγηση
Ο αφηγητής είναι δραµατοποιηµένος, βλέπει δηλαδή τα γεγονότα από εσωτερική οπτική γωνία, από την οπτική γωνία ενός προσώπου του έρ­γου (αφήγηση µε εσωτερική εστίαση) συµµετέχει στα δρώµενα, όµως στέκεται απόµακρα ως µέλος ενός συνόλου, της οικογένειάς του.
Η αφήγηση αρχίζει µε µια µορφή αναδροµής: ο αφηγητής ξεκινάει από το παρόν µε τη φράση Δεν ξαναφάνηκε η µαυροφορεµένη εκείνη γυναίκα και µε µιαν αναφορική πρόταση (που ερχόταν στο κατώφλι µας. .. ) µετα­φέρεται ανεπαίσθητα και µε τέχνη στο παρελθόν, για να αφηγηθεί τις επισκέψεις της άγνωστης γυναίκας. Ώσπου κλείνει σε ένα σηµείο την αναδροµή και µε την επανάληψη της παραπάνω φράσης (κάπως παραλ­λαγµένης: Δεν την ξανάδαµε από τότε) επανέρχεται στο παροντικό χρο­νικό επίπεδο και συνεχίζει την υπόλοιπη αφήγηση.

Τα πρόσωπα
Στο αφήγηµα κυριαρχεί η άγνωστη γυναίκα, η Τουρκάλα, η οποία είναι το κύριο πρόσωπο, αυτή που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο χαρα­κτήρας της παρουσιάζεται κυρίως µε τη δραµατική µέθοδο ( δυναµική παρουσίαση), δηλαδή µέσα από τη συµπεριφορά και τις αντιδράσεις της (από όσα κάνει, από όσα λέει και από όσα σκέφτεται). Ο αφηγητής και η οικογένειά του είναι δευτεραγωνιστές, ωστόσο πρέπει να υπο­γραµµιστεί η παρουσία στις τελευταίες αράδες του τελευταίου προσώ­που, της γριάς, που είναι το πρόσωπο - κλειδί: τα λόγια της στάθηκαν καθοριστικά για την πλήρη διαλεύκανση του µυστηρίου που κάλυπτε την ξένη γυναίκα.
Τα πρόσωπα είναι ανώνυµα: η Τουρκάλα θα µπορούσε να είναι ο­ποιαδήποτε γυναίκα, οποιασδήποτε εθνικότητας ή θρησκεύµατος, που ξεριζώθηκε µε σπαραγµό από το πατρικό της και από τον τόπο της και ζει στην προσφυγιά µε τη νοσταλγία - το ίδιο και ο αφηγητής µε την οικογένειά του. Όλοι τους δεν είναι κάποιοι συγκεκριµένοι πρό­σφυγες: στα πρόσωπά τους εικονίζονται οι πρόσφυγες όλου του κό­σµου και όλων των εποχών.



     Ο χώρος και ο χρόνος
Ο χώρος στον οποίο διαδραµατίζονται τα γεγονότα δίνεται ακόµη από τον τίτλο του αφηγήµατος (είναι η γειτονιά της Θεσσαλονίκης στην ο­ποία βρίσκεται το σπίτι του Κεµάλ), µάλιστα παρουσιάζονται πολύ πα­ραστατικά και οι µεταβολές που πραγµατοποιούνται σ' αυτόν, ενώ ο χρόνος δίνεται µε συγκεκριµένες χρονολογίες και άλλες αναφορές.


































ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Κ.Ε.Ε.


     Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκ-φραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):

1. α) Ποιος είναι ο χώρος (στενότερος ευρύτερος) στον οποίο εξελίσσεται η δράση;
  β) Ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης;

2. α) Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε να εντοπίσετε τα διαφορετικά επίπεδά του;

 β) Σε ποια σημεία της αφήγησης χρησιμοποιείται η τεχνική της επιβράδυνσης και σε ποια η τεχνική της επιτάχυνσης;

3. Να χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή της μορφής και της συμπεριφοράς της.

4. Ο αφηγητής φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία του κειμένου και με ποια εκφραστικά μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση του;


5. α) Σε ποιο σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τεχνική της προοικονομίας και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν;
β) Πώς συνδέονται οι τελευταίες φράσεις: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα» με το υπόλοιπο πεζογράφημα;





Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Πώς σχετίζεται ο τίτλος του αφηγήματος με το περιεχόμενό του;

2. Η κεντρική μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα, κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή τη νοσταλγική της διάθεση;

3. Ποιο ήταν το «μεγάλο καλό» που ευχόταν η ξένη να ανταποδώσει ο Θεός στον αφηγητή και στους δικούς του;

4. α) Πού αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα μούρα;
     β) Γιατί επεκτείνεται, κατά την άποψή σας, στην αναλυτική περιγραφή του δέντρου τους και του καρπού του;

5. Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας, η γυναίκα ζητά να φυτέψει το σπόρο της μουριάς και στο δικό της περιβόλι;

6. Γιατί η ξένη αρνείται να πιεί το νερό της βρύσης;

7. Πώς αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της γυναίκας; Επέδρασε αυτή η αποκάλυψη στα συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο αφηγητής και οι δικοί του; Πώς δικαιολογούνται;

8. Τι έκανε την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον πόλεμο;

9. Πώς ερμηνεύετε τη στάση της γυναίκας στο αφήγημα;

10. Με ποιο τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της γυναίκας;





ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ


1. Πώς συμπεριφέρεται η γυναίκα σε κάθε μία από τις επισκέψεις της; Πώς συνδέεται η αλλαγή της διάθεσής της με τις αλλαγές του τοπίου και της πόλης;

2. Να συγκρίνετε το εξεταζόμενο πεζογράφημα με τα υπόλοιπα των Σελίδων ως προς την οργάνωση του υλικού της αφήγησης.

3. Τι συμβολίζουν για την ξένη τα μούρα , το νερό απτο πηγάδι της αυλής και το κατώφλι;

4. Πώς παρουσιάζονται στο πεζογράφημα η παλιά και πώς η μοντέρνα πόλη; Ποια είναι η βασική διαφορά τους, κατά τον αφηγητή;


5. Πώς συμπεριφέρεται ο ήρωας του ποιήματος; Σας θυμίζει η στάση του τη γυναίκα του πεζογραφήματος;


                 Γ. Ιωάννου: Σένα παλιό τούρκικο σπίτι

Σένα παλιό τούρκικο σπίτι
κλείστηκα μέρες και παλεύω
με τους λεκέδες του ασβέστη.
Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά·
δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.
Ύστερα παίρνει και φυσά.
Σαρώνονται χαρές και γνωριμίες.
Ξανά μονάχος με τα ξύλα και τις πέτρες.
Ίσως στεριώσω τώρα· πάλι απτην αρχή.
Ίσως προφτάσω να σκαλώσω τους χαμένους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου